στειρώ
Смотреть что такое "στειρώ" в других словарях:
στειρώ — (I) άω, Μ [στεῑρος] είμαι στείρος. (II) όω, ΜΑ βλ. στειρώνω … Dictionary of Greek
στειρώνω — στειρῶ, όω, ΝΜΑ 1. καθιστώ κάτι στείρο, στέρφο 2. καθιστώ μη παραγωγικό, μη καρποφόρο κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. στειρῶ, όω < στεῖρα «αυτή που δεν έχει ακόμη αποκτήσει παιδιά», ενώ ο νεοελλ. τ. στειρώνω < στείρος, α, ο] … Dictionary of Greek
αποστειρώνω — (Μ ἀποστειρῶ, όω) κάνω αποστείρωση μσν. γίνομαι άγονος, στείρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + στειρώ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1896 από τον Αλκ. Παπαπαναγιώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
στείρωση — η / στείρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στειρῶ, ώνω] η κατάσταση τού στείρου, η έλλειψη ικανότητας για τεκνοποιία νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στειρώνω, καθιστώ κάποιον ή κάτι στείρο, προξενώ, επιφέρω στειρότητα … Dictionary of Greek